συκοφαντήσω

συκοφαντήσω
σῡκοφαντήσω , συκοφαντέω
to be a
aor subj act 1st sg
σῡκοφαντήσω , συκοφαντέω
to be a
fut ind act 1st sg
σῡκοφαντήσω , συκοφαντέω
to be a
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”